διαπύρους

διαπύρους
διάπυρος
red-hot
masc/fem acc pl
διαπυρόω
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
διαπυρος
red-hot
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρία — και ιων. τ. πυρίη, ἡ, Α 1. ατμόλουτρο το οποίο παρασκεύαζαν ρίχνοντας σπέρματα καννάβεως ή και άλλες ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους («χρωμένους δὶς καὶ πυρίαις ἐκ λίθων διαπύρων», Στράβ.) 2. κάθε είδος εξωτερικής εφαρμογής τής θερμότητας …   Dictionary of Greek

  • υδραέριο — το, Ν χημ. αέριο μίγμα μονοξειδίου τού άνθρακα και υδρογόνου, που λαμβάνεται κατά τη διάσπαση τών υδρατμών με διέλευση τους πάνω από διάπυρους άνθρακες και χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως πρώτη ύλη για την συνθετική παρασκευή μεθυλικής αλκοόλης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”